- νεοσπάς
- νεο-σπάς, άδος, ὁ, ἡ,A newly torn away, fresh-plucked,
θαλλοί S.Ant.1201
, cf. Fr.502.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλλοί S.Ant.1201
, cf. Fr.502.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσπάς — νεοσπάς, ό και ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάς (< θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. οδυνο σπάς] … Dictionary of Greek
νεοσπάδα — νεοσπάς newly torn away masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσπάσιν — νεοσπάς newly torn away masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek